incur losses - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

incur losses - translation to ρωσικά

DIFFERENCE BETWEEN A LOWER SELLING PRICE AND A HIGHER PURCHASE PRICE, RESULTING IN A FINANCIAL LOSS FOR THE SELLER
Capital losses

incur losses      

общая лексика

потерпеть убытки

терпеть убытки

военное дело

понести потери

incur losses      
incur losses а) потерпеть убытки б) mil. понести потери
incur losses      
терпеть убытки

Βικιπαίδεια

Capital loss

Capital loss is the difference between a lower selling price and a higher purchase price or cost price of an eligible Capital asset, which typically represents a financial loss for the seller. This is distinct from losses from selling goods below cost, which is typically considered loss in business income.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για incur losses
1. "Such mistakes incur losses to people and anger them.
2. "This will go onto ensure that BSNL does not incur losses," said sources.
3. Korean Air expects to incur losses and additional expenses of 25.3 billion won ($24.4 million) a day.
4. Given its low hype and poor start at the ticket window, the film will incur losses for its investors.
5. But those debts are unlikely to incur losses since the Fed requires borrowers to put up collateral.
Μετάφραση του &#39incur losses&#39 σε Ρωσικά